- δουλόβοτος
- δουλόβοτος, -ον (Α)φρ. «οὐσία δουλόβοτος» — περιουσία φαγωμένη από τους δούλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλόβοτα — δουλόβοτος eaten up by slaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek